- μποναμάς
- ο(λ. ιταλ.), δώρο ή χρηματικό ποσό που προσφέρεται την Πρωτοχρονιά: Ο θείος μου μου έδωσε μποναμά 50 ευρώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μποναμάς — και μπουναμάς και μπουλαμάς, ο 1. πρωτοχρονιάτικο δώρο 2. (γενικά) α) κάθε δώρο β) φιλοδώρημα 3. μτφ. απρόσμενο κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bona mano «καλό χέρι»] … Dictionary of Greek
μπουλαμάς — ο βλ. μποναμάς … Dictionary of Greek
μπουλουστρήνα — και μπουλιστρίνα, η (Μ μπονεοτρένα) πρωτοχρονιάτικο φιλοδώρημα, μποναμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπονεστρένα < λατ. bonae strenae «πρωτοχρονιάτικο δώρο για την αίσια έκβαση τών οιωνών». Για τον τ. μπουλουστρήνα και μουλιστρίνα πρβλ. γαλλ. belles… … Dictionary of Greek
μπουναμάς — ο βλ. μποναμάς … Dictionary of Greek
αϊβασιλιάτικος — αϊβασιλιάτικος, η, ο και αγιοβασιλιάτικος, η, ο αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον Αϊ Βασίλη: Αϊβασιλιάτικος μποναμάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)